ΝΙΚΟΣ
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Δεν ελπίζω τίποτα, δε
φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Ο Νίκος
Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου του 1883 εποχή κατά την οποία το νησί αποτελούσε ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο Ηράκλειο έβγαλε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1906 δημοσιεύοντας το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και το πρώτο του μυθιστόρημα Όφις και Kρίνο (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη).Τον
επόμενο χρόνο (1907) ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι.
Στον μεσοπόλεμο
Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό
Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από
την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που
αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημα του Ο Χριστός
Ξανασταυρώνεται. Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του
κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως
και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη. Το 1922 επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου ήρθε σε
επαφή με το έργο του Φρόυντ και τις βουδιστικές γραφές. Την περίοδο 1923-1926πραγματοποίησε επίσης αρκετά δημοσιογραφικά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, την Παλαιστίνη, την Κύπρο και την Ισπανία, όπου του παραχώρησε
συνέντευξη ο δικτάτορας Πρίμο ντε Ριβέρα. Τον Οκτώβριο του 1926 πήγε στη Ρώμη
και πήρε συνέντευξη από τον Μπενίτο Μουσολίνι. Επίσης,
εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων Ελεύθερος Τύπος και Η Καθημερινή. Τον Αύγουστο του 1924, ο Καζαντζάκης φυλακίστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, επειδή είχε αναλάβει
την πνευματική ηγεσία μιας κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων προσφύγων.
Τον Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα με σκοπό την ολοκλήρωση της Οδύσσειας. Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την ανθολογία
των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του Ταξιδεύοντας, ενώ το περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γλυνού, δημοσίευσε την Aσκητική, το φιλοσοφικό του έργο. Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης φεύγει για
τη Μόσχα προσκαλεσμένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, για να πάρει
μέρος στις γιορτές για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί
γνωρίστηκε με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον
επέστρεψε στην Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του 1928 στο θέατρο «Αλάμπρα», στην Αθήνα,
μιλάνε εξυμνώντας τη Σοβιετική Ένωση, ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι. Στο τέλος
της ομιλίας έγινε και διαδήλωση. Τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής
της εκδήλωσης Δημήτρης Γληνός διώχθηκαν δικαστικά. Η δίκη ορίσθηκε στις 3
Απριλίου, αναβλήθηκε μερικές φορές και δεν έγινε ποτέ. Το 1930 θα δικαζόταν, πάλι, ο Καζαντζάκης
για αθεϊσμό, για την «Ασκητική». Η δίκη ορίσθηκε για τις 10 Ιουνίου, αλλά κι
αυτή δεν έγινε ποτέ.
. Κατά την
περίοδο της κατοχής, συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για την μετάφραση της Ιλιάδας. Το 1943 ολοκλήρωσε το γράψιμο του
μυθιστορήματός του «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».
Μετά τον πόλεμο
Μετά την
αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή,
αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε
και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών
κομμάτων.
Τρεις φορές
προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο Νόμπελ. Την πρώτη απ' την
Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που τον έχει Πρόεδρο, έχοντας συνυποψήφιό του τον Άγγελο Σικελιανό. Επίσης δυο
φορές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ
όμως απ' την Ακαδημία της Αθήνας. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στηνUNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων
κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών
πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό
εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική
περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του
έργου..
Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο
μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στοΠαρίσι. Τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί
μάτι.
Η σύγκρουση με την
εκκλησία
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω
μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να
'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ
Ενώ ο Καζαντζάκης
είχε επιστρέψει από την Αντίμπ στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκκινούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με
βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του Τελευταίου Πειρασμού (1953). Το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την
κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη .
. Τελικά η
Εκκλησία δεν τόλμησε να προχωρήσει στον
αφορισμό του. Επίσης, ο Τελευταίος Πειρασμός καταγράφτηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας,
Οι μεγάλες διακρίσεις
και το τέλος
Ο «Ζορμπάς» του
Καζαντζάκη, εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοση του, το 1954,
βραβεύτηκε, ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς. Το 1955, ο συγγραφέας μαζί με τον Κακριδή αυτοχρηματοδότησαν την έκδοση της
μετάφρασης της Ιλιάδας, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά
στην Ελλάδα ο Τελευταίος Πειρασμός. Το 1956 τιμήθηκε με το Βραβείο
Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν
από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς μια από αυτές ήταν η Κίνα επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον
Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Επέστρεψε με κλονισμένη την
υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη και στη Γερμανία όπου τελικά κατέληξε
στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών.
Η ταφή έγινε στην ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα
Βενετσάνικα τείχη, διότι η ταφή του σε νεκροταφείο απαγορεύτηκε από την
Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος.Τη σορό συνόδευσαν ο, τότε υπουργός Παιδείας,
Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος και ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα
τιμωρήθηκε.