«Χρεοκοπία και Grexit δεν είναι αναπόφευκτο να συμβούν» σύμφωνα με τη νέα τριμηνιαία έκθεση (Απρίλιος – Ιούνιος 2015) του
Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για την παρακολούθηση της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, στην οποία αναφέρεται ότι τα capital controls κοστίζουν στην ελληνική οικονομία 2,8 δισ. ευρώ την εβδομάδα.
Οι συντάκτες επισημαίνουν πως η κατάσταση της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2015 χειροτέρευσε, καθώς επανήλθε σε υφεσιακή τροχιά, εξηγώντας πως οι αιτίες δεν εντοπίζονται μόνο στις εκλογές, αλλά και στις διαπραγματευτικές τακτικές της κυβέρνησης και στο δημοψήφισμα.
«Προς στιγμή, η χώρα φάνηκε να βαδίζει προς μια χαοτική χρεοκοπία» αναφέρεται χαρακτηριστικά και συνεχίζει: «Όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός στη Βουλή (15.7.2015), η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με το δίλημμα ή να αποδεχθεί μια νέα συμφωνία με τους εταίρους, όπως και έγινε τελικά στις 12 Ιουλίου, ή να χρεοκοπήσει και να βρεθεί εκτός Ευρωζώνης, αποκομμένη από τους μηχανισμούς αλληλεγγύης της ΕΕ».
Στην έκθεση σημειώνεται ότι «η διαπραγματευτική θέση της χώρας μας δεν ενισχύθηκε με την παρατεταμένη διαπραγμάτευση, με τις τράπεζες κλειστές, την οικονομία σε ύφεση, τη δημόσια οικονομία σε ακαταστασία, την εμπιστοσύνη να έχει χαθεί (αν και όχι μόνο με ελληνική ευθύνη) και τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης (ΑΤΜ) να αδειάζουν γρήγορα».
Επιπροσθέτως, εκφράζεται αμφιβολία για τον αν μπορεί να εφαρμοστεί οποιαδήποτε συμφωνία την ώρα που «η πολιτική ηγεσία του τόπου δεν εκπέμπει και δεν εξηγεί ένα σαφές μήνυμα (ή όραμα) και όσο δεν υπάρχει ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων που νομοθετούνται. Σημαντικές, πηγές ανησυχίας για την επιτυχία, αποτελούν, η οριακή κατάσταση που βρίσκεται ο κρατικός μηχανισμός στο σύνολό του και η εξάντληση του κοινωνικού σώματος από τα συσσωρευμένα αποτελέσματα της κρίσης που έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία από το 2010».
«Η κατάσταση της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2015 χειροτέρευσε καθώς η χώρα επανήλθε σε υφεσιακή τροχιά».
Οι αιτίες είναι πολλές: η εκλογική διαδικασία πρώτα και, στη συνέχεια, η μη συμφωνία με τους θεσμούς (=τρόικα) επηρέασε τελικά τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και, μετά από μια μικρή αναλαμπή το Φεβρουάριο, τους καταναλωτές.
Παράλληλα, ο συνδυασμός της φειδωλής παροχής ρευστότητας από τον ELA (Emergency Liquidity Assistance) και της αυξημένης εκροής καταθέσεων που οδηγούσε σε αποθησαύριση του χρήματος επιδείνωνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Γεγονός είναι ότι συνεχίσθηκε το κλείσιμο επιχειρήσεων και η ανεργία άρχισε να αυξάνεται πάλι, ενώ οι διάφορες εκκρεμότητες άρχισαν να απειλούν και τον τουρισμό.
Εν ολίγοις, η αβεβαιότητα αποτέλεσε τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για την υφεσιακή τροχιά» αναφέρεται στο εισαγωγικό κομμάτι για να προστεθεί «Η αποχώρηση από τις διαπραγματεύσεις, η λήξη του προγράμματος προσαρμογής (τέλος Ιουνίου 2015), η διακοπή της αποπληρωμής δανείων στο ΔΝΤ και η προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου επιδείνωσαν την οικονομική κατάσταση.
Πιο συγκεκριμένα, η συνακόλουθη ανασφάλεια που προκλήθηκε, οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη εκροή καταθέσεων, η οποία σε συνδυασμό με τη διακοπή ρευστότητας από τον ELA, είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) αυξάνοντας ακόμη περισσότερο το οικονομικό κόστος στο οποίο προστέθηκε και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Προς στιγμή, η χώρα φάνηκε να βαδίζει προς μια χαοτική χρεοκοπία. Όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός στη Βουλή (15.7.2015)2 η χώρα βρέθηκε, αντιμέτωπη με το δίλημμα ή να αποδεχθεί μια νέα συμφωνία με τους εταίρους, όπως και έγινε τελικά στις 12 Ιουλίου,3 ή να χρεοκοπήσει και να βρεθεί εκτός Ευρωζώνης αποκομμένη από τους μηχανισμούς αλληλεγγύης της ΕΕ.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) είχε εξ αρχής υποστηρίξει (πριν και μετά από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015) ότι έπρεπε να επιτευχθεί το ταχύτερο δυνατό συμφωνία με τους θεσμούς.
Επίσης, σε προηγούμενες εκθέσεις μας είχαμε υποστηρίξει ότι ήταν απαραίτητο ένα τρίτο πρόγραμμα στήριξης, που θα εξασφάλιζε τις χρηματοδοτικές ανάγκες τις χώρας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, στο βαθμό που δεν ήταν εφικτή η προσφυγή στις αγορές. Όπως αναφέραμε επίσης, το πρόγραμμα αυτό θα έπρεπε να συνοδευτεί και με αναδιάρθρωση του χρέους.
Σειρά κειμένων που παρουσίασε διαδοχικά η ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις έδειχναν επίσης ότι οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας και εταίρων μειώνονταν. Κατά τη γνώμη μας, μια ταχεία κατάληξη σε συμφωνία με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) πάνω σε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων το οποίο θα αποτελεί “ιδιοκτησία” της ελληνικής πλευράς και κοινωνίας, παρά τις πολιτικές -ιδεολογικές δυσκολίες, ήταν και παραμένει σε όρους γενικής ευημερίας προτιμότερη από την παράταση της εκκρεμότητας ή και από μια ενδεχόμενη άτακτη χρεοκοπία. Είναι δηλαδή προτιμότερη ακόμα και με καθαρά οικονομικά κριτήρια.
Σημειώναμε ότι οι συσχετισμοί δύναμης ήταν εξ αρχής δυσμενείς για την Ελλάδα. H διαπραγματευτική θέση της χώρας μας δεν ενισχύθηκε με την παρατεταμένη διαπραγμάτευση, με τις τράπεζες κλειστές, την οικονομία σε ύφεση, τη δημόσια οικονομία σε ακαταστασία, την εμπιστοσύνη να έχει χαθεί (αν και όχι μόνο με ελληνική ευθύνη) και τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης (ΑΤΜ) να αδειάζουν γρήγορα. Δεν πρέπει όμως να αγνοήσουμε ότι το μεγάλο ερώτημα δεν έχει ακόμα απαντηθεί, αν δηλαδή συνολικά η πολιτική προσαρμογής μπορεί να ολοκληρωθεί ή πετύχει υπό την πίεση του εξωτερικού παράγοντα που λέγεται «θεσμοί». Ελπίζουμε ότι θα συμφωνηθεί ένα πρόγραμμα προσαρμογής με τον ΕΜΣ και ότι δεν θα επαναληφθεί ο πόλεμος τριβής στις συνεχείς διαβουλεύσεις πριν και μετά το νέο πρόγραμμα προσαρμογής. Όμως, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα όποια αποτελέσματα επιτυγχάνονται, δεν θα είναι μόνιμα αν η κοινωνία δεν τα αποδέχεται. Επίσης, η κοινωνία δεν θα τα αποδεχθεί όσο η πολιτική ηγεσία του τόπου δεν εκπέμπει και δεν εξηγεί ένα σαφές μήνυμα (ή όραμα) και όσο δεν υπάρχει ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων που νομοθετούνται. Σημαντικές, πηγές ανησυχίας για την επιτυχία, αποτελούν, η οριακή κατάσταση που βρίσκεται ο κρατικός μηχανισμός στο σύνολό του και η εξάντληση του κοινωνικού σώματος από τα συσσωρευμένα αποτελέσματα της κρίσης που έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία από το 2010».
Η κυβέρνηση έχασε την αξιοπιστία στο εξωτερικό και στο εσωτερικό – Πράξη ευθύνης η στήριξη της αντιπολίτευσης
Ως μόνο καλό νέο όπως αναφέρεται- είναι η προκαταρκτική συμφωνία με τους εταίρους. Ωστόσο οι συντάκτες επισημαίνουν πως πρόκειται «για συμφωνία για το πώς θα καταλήξουμε σε συμφωνία εντός αφόρητα στενών προθεσμιών. Και ασκεί μεγάλη πίεση στο πολιτικό μας σύστημα. Μέχρι να φθάσουμε στο νέο «μνημόνιο συνεννόησης» οι διαπραγματεύσεις θα είναι σκληρές γιατί μετά τα προαπαιτούμενα, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να συνεργασθεί με τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών για να συγκεκριμενοποιήσει προτάσεις (μαζί με ένα ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα για νομοθέτηση και υλοποίηση) σε πολύπλοκα θέματα όπως το ασφαλιστικό και οι εργασιακές σχέσεις. Σε όλα αυτά υπάρχουν περιθώρια ερμηνείας της Δήλωσης της Συνόδου Κορυφής. Οι τελικές επιλογές θα αποτυπωθούν στο νέο μνημόνιο συνεννόησης με τον ΕΜΣ και το ΔΝΤ».
Εκτός αυτών, σημειώνεται ότι εως την Σύνοδο Κορυφής της 12 Ιουλίου η κυβέρνηση αντιμετώπιζε πρόβλημα αξιοπιστίας στο εξωτερικό. Μετά από αυτή και την συμφωνία που επετεύχθη, έχασε και την αξιοπιστία της στο εσωτερικό. Αυτό γιατί όπως εξηγούν οι συντάκτες η κυβέρνηση «το προηγούμενο διάστημα συντηρούσε ανεδαφικές, όπως αποδείχθηκε με βάση το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, προσδοκίες, που εκδηλώθηκαν εκκωφαντικά στο 62% ΟΧΙ του δημοψηφίσματος. Αυτό το εσωτερικό πρόβλημα αξιοπιστίας μπορεί να έχει πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, παρά το γεγονός ότι η απόφαση του πρωθυπουργού να καταλήξει σε συμφωνία αποτελεί πράξη ευθύνης – λαμβάνοντας ως δάνειο τον όρο από τον Max Weber. Αντίστοιχα, πράξη ευθύνης αποτελεί και η στήριξη που παρείχαν κόμματα της αντιπολίτευσης».
Τι θα γίνει σε περίπτωση επιστροφής στη δραχμή – Κριτική σε Αριστερή Πλατφόρμα, Ζωή Κωνσταντοπούλου και Γιάνη Βαρουφάκη
Υποστηρίζεται ότι η συμφωνία έχει βιώσιμα χαρακτηριστικά, καθώς, εκτός της αύξησης φόρων που ενισχύουν την ύφεση, περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις που μπορούν να αναστρέψουν την κατάσταση.
Επιπροσθέτως, η έκθεση επιχειρεί να δώσει μια γενική εικόνα του τι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της ώρας στην δραχμή. Εκτός αυτών οι συντάκτες ασκούν κριτική σε όσους συγκρίνουν την νέα συμφωνία με την Συνθήκη των Βερσαλλιών -όπως έχει κάνει ο κ. Γ. Βαρουφάκης- ή ως «πραξικόπημα» -όπως έχει κάνει η κα Ζ. Κωνσταντοπούλου.
Τονίζουν συγκεκριμένα τα εξής:
– Με τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου στη Σύνοδο Κορυφής η Ελλάδα απέφυγε απότομη χρεοκοπία με χαοτικά και απρόβλεπτα αποτελέσματα που θα είχαν ανυπολόγιστες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις και ενδεχόμενη έξοδο από την Ευρωζώνη. Μια πρώτη ιδέα για το τι θα συμβεί αν δεν εφαρμοσθεί η συμφωνία της 12ης Ιουλίου μας έδωσαν οι εξελίξεις μετά την εισαγωγή των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) και την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Αν μάλιστα καταλήξουμε σε επιστροφή στη δραχμή, η χώρα κινδυνεύει να εμπλακεί σε ένα φαύλο κύκλο υποτιμήσεων και πληθωρισμού. Το ΔΝΤ έχει υπολογίσει ότι η υποτίμηση έναντι του Ευρώ θα ήταν 50%, πράγμα που θα σήμαινε δραστική μείωση της αξίας των καταθέσεων και άλλων αποταμιεύσεων, οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων θα αυξάνονταν και θα ωθούσαν τον πληθωρισμό στο 35% και το ΑΕΠ θα μειωνόταν κατά 8%.10 Συνοπτικά, η τελική συμφωνία με τους θεσμούς, που πλέον διαφαίνεται στον ορίζοντα, είναι σημαντική για να αποφύγουμε τα χειρότερα βραχυχρόνια και να μην εισέλθουμε σε ένα αβέβαιο τοπίο μακροχρόνια.
– Τα μέτρα, ως σύνολο, αντέχουν στην οικονομική κριτική καθώς δεν περιορίζονται σε αυξήσεις φόρων. Επομένως ο συμβιβασμός, μπορεί να καταστεί οικονομικά βιώσιμος, δεδομένου κιόλας ότι περιέχει μια σημαντική αναπτυξιακή πτυχή (ορισμένες κρίσιμες μεταρρυθμίσεις + χρηματοδοτήσεις) και μπορεί να μειώσει γρήγορα την αβεβαιότητα. Ο φόβος ότι θα αποτύχει ή ότι «έχει ήδη αποτύχει» ελέγχεται ως προς τη δυνατότητά του να συμπεριλάβει όλες τις πτυχές ή ως προς την ορθότητά του. Ειδικά τα στοιχεία της συμφωνίας που αφορούν σε χρηματοδοτήσεις, βοήθεια και επενδύσεις είναι κρίσιμα για να εξουδετερωθούν (αν όχι το 2015, το 2016) οι υφεσιακές επιπτώσεις των νέων μέτρων. Η συμφωνία θα ανοίξει τον δρόμο για ομαλή εφαρμογή του ΕΣΠΑ και εν μέρει πρόσθετες χρηματοδοτήσεις μέσω του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ («πρόγραμμα Draghi») και εφόσον η Ελλάδα αρχίσει να βγαίνει στις αγορές. Στο ζήτημα του χρέους αναφερόμαστε πιο κάτω.
– Το επιχείρημα ότι μετά την έξοδο από την Ευρωζώνη και ένα αρχικό «σοκ» η οικονομία θα ανέκαμπτε γρήγορα κυρίως γιατί η υποτίμηση θα βελτίωνε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι έωλο γιατί, ανάμεσα σε άλλα, παραγνωρίζει ότι (α) με την έξοδο από την Ευρωζώνη θα έκλεινε η στρόφιγγα των εξωτερικών πόρων, (β) η επιστροφή στη δραχμή θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα στον φαύλο κύκλο υποτιμήσεων και πληθωρισμού και εν τέλει σε μια ακόμα σκληρότερη λιτότητα (γ) δεν εξαλείφει τις διαρθρω- τικές υστερήσεις της χώρας και (δ) σε τέτοιες διεργασίες πληρώνουν τον λογαριασμό οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες! Όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τις χαοτικές καταστάσεις που θα προκαλούσε μεταβατικά η παντελής έλλειψη προετοιμασίας για την έξοδο από την Ευρωζώνη, για την οποία φαίνεται ότι έγιναν απλώς ασκήσεις επί χάρτου.
– Είναι γενικά παραπλανητικό, μολονότι δεν παραβλέπουμε κάποιες αναλογίες, να συγκρίνεται η Δήλωση της Συνόδου Κορυφής με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών η οποία τότε επέβαλε στη Γερμανία τεράστιες αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκάλεσε στους γείτονες, ενώ η Σύνοδος Κορυφής προβλέπει αντίθετα την αποκατάσταση της ομαλής ροής δανείων και δωρεάν βοήθειας στην Ελλάδα.
– Ο χαρακτηρισμός της Δήλωσης της Συνόδου Κορυφής ως «πραξικόπημα»είναι, κατά την άποψή μας, παραπλανητικός και δεν διευκολύνει τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης, καθώς εμποδίζει την ορθολογική συζήτηση για συγκεκριμένα μέτρα και μεταρρυθμίσεις, όπως είναι ο νέος κώδικας πολιτικής δικονομίας και η ένταξη της χώρας στο ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο για την εξυγίανση των τραπεζών. Η Δήλωση εκείνη έχει υπογραφεί από την ελληνική κυβέρνηση μετά από προηγούμενη εξουσιοδότηση της Βουλής για διαπραγμάτευση με μεγάλη πλειοψηφία, και κυρώθηκε από τη Βουλή με νόμο! Η Βουλή ψήφισε επίσης τους νόμους με τα προαπαιτούμενα και θα ψηφίσει την τελική συμφωνία (δανειακή σύμβαση και μνημόνιο) με τον ΕΜΣ. Εκτός τούτου, υπήρχε εναλλακτική επιλογή η οποία θα οδηγούσε σε παράταση του αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις, με πιθανές εκβάσεις την άτακτη χρεοκοπία και την έξοδο από την Ευρωζώνη, την οποία κυβέρνηση και πλειοψηφία στη Βουλή και – όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις – η κοινή γνώμη απέρριπταν.
Ύφεση εως 4% και πρωτογενές έλλειμμα 1% το 2015
Πάντως, εκτός της ύφεσης, οι συντάκτες προβλέπουν επιστροφή και στα πρωτογενή ελλείμματα που ανοίγει την πόρτα για νέα δημοσιονομικά μέτρα. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «το πρωτογενές πλεόνασμα εξαλείφτηκε.
Μάλιστα, αναμένεται να έχουμε πρωτογενές έλλειμμα πράγμα βέβαια που επηρεάζει άμεσα τις δανειακές ανάγκες, το χρέος και τη βιωσιμότητά του. Κατά την Επιτροπή, το 2015 μπορεί να καταγραφεί τελικά πρωτογενές έλλειμμα της τάξης 1% του ΑΕΠ». Επίσης, σημειώνεται ότι:
– το 2015 θα «κλείσει» με ύφεση 2% εως 4% που θα συνεχιστεί και το 2016 με 0,5% εως 1,75%.
– η ζημιά στην ελληνική οικονομία θα συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες καθώς «η συμφωνία της 12.7.2015 δεν πρόκειται να αποκαταστήσει αμέσως την εμπιστοσύνη στην ελληνική πολιτική και στις τράπεζες. .. ούτε θα καταργηθούν σύντομα οι κεφαλαιακοί έλεγχοι που δυσκολεύουν τις οικονομικές δραστηριότητες και την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην ομαλότητα.
– Οι καθυστερήσεις από το φθινόπωρο του 2014 εως τον Ιούλιο του 2015 προκάλεσαν απώλειες στο ΑΕΠ, αύξηση ανεργίας, χειροτέρευση των προοπτικών της χώρας για τα επόμενα 3-5 έτη και τροφοδότησαν αντιλήψεις σε εσωτερικό και εξωτερικό ότι η Ελλάδα είναι αποτυχημένο κράτος
– Τα δημόσια φορολογικά έσοδα είναι σε ελεύθερη πτώση. Τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου είναι κάτι περισσότερο από δραματικά
Δεν πλήρωσαν οφειλές προς ιδιώτες προμηθευτές, αλλά έδιναν 500 εκατ. ευρώ για τα ιπτάμενα σαπάκια
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι οι δημόσιες δαπάνες συρρικνώθηκαν ακόμα περισσότερο κυρίως λόγω στάσης πληρωμών ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς προμηθευτές.
«Από την άλλη πλευρά» τονίζουν οι συντάκτες «έτειναν να προκληθούν νέες δαπάνες, όπως έκτακτες επιχορηγήσεις (πχ στην ΕΒΖ) και έκτακτες «αμυντικές δαπάνες» (500 εκατ. ευρώ για την «αναβάθμιση» αεροσκαφών).